συγκράτησις

συγκράτησις
συγκράτησις
retention
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκρατήσει — συγκράτησις retention fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκρατήσεϊ , συγκράτησις retention fem dat sg (epic) συγκράτησις retention fem dat sg (attic ionic) συγκρατέω hold together aor subj act 3rd sg (epic) συγκρατέω hold together fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτησιν — συγκράτησις retention fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτηση — η / συγκράτησις, ήσεως, ΝΑ [συγκρατῶ] αναχαίτιση, παρεμπόδιση, ανακοπή πορείας ή λειτουργίας, σταμάτημα («δεν επιτεύχθηκε ακόμη η συγκράτηση τού πληθωρισμού») νεοελλ. 1. στήριξη, υποστήριξη, στερέωση 2. επιφυλακτική στάση, επιφύλαξη 3.… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατήσεως — συγκρατήσεω̆ς , συγκράτησις retention fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”